- μπουτσουνάρι
- τοκρουνός, κάνουλα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. διαλ. τ. buzzunara «μεγάλη φιάλη»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πουτσουνάρι — το, Ν 1. μπουτσουνάρι, κρουνός, κάνουλα 2. πικρό πέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. διαλ. τ. buzzanara «μεγάλη φιάλη»] … Dictionary of Greek